οδοντολογία
From LSJ
ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father
Greek Monolingual
η
επιστήμη που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη και τη θεραπεία τών νόσων οι οποίες προσβάλλουν κυρίως τα δόντια, αλλά και άλλα όργανα της στοματικής κοιλότητας που συμβάλλουν στη λειτουργία της μάσησης, την αισθητική και την ομιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. odontology < ὀδούς, ὀδόντος + -λογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Ν. Κοντοπούλου].