ομόκλινος

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

ὁμόκλινος, -ον (Α)
αυτός που ξαπλώνει στο ίδιο ανάκλιντρο κοντά στο τραπέζι με έναν άλλο, ομοκλινής, ομοτράπεζος, συνδαιτυμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -κλινος (< κλίνη)].