ομόκλινος
From LSJ
Greek Monolingual
ὁμόκλινος, -ον (Α)
αυτός που ξαπλώνει στο ίδιο ανάκλιντρο κοντά στο τραπέζι με έναν άλλο, ομοκλινής, ομοτράπεζος, συνδαιτυμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -κλινος (< κλίνη)].
ὁμόκλινος, -ον (Α)
αυτός που ξαπλώνει στο ίδιο ανάκλιντρο κοντά στο τραπέζι με έναν άλλο, ομοκλινής, ομοτράπεζος, συνδαιτυμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -κλινος (< κλίνη)].