ονίσκος
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
Greek Monolingual
ο (Α ὀνίσκος, θηλ. ὀνίσκη) όνος
1. (υποκορ. του όνος) γαϊδουράκι
2. λόγια ονομασία γένους ψαριών το οποίο, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια gadidae, ο γάδος
νεοελλ.
1. ζωολ. γένος και τυπικός εκπρόσωπος της υπόταξης ονισκοειδή τών καρκινοειδών ισοπόδων, κν. γουρουνάκι
2. ναυτ. είδος βαρούλκου το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως σε μικρά εμπορικά σκάφη για την έλξη ή την ανύψωση βαρέων αντικειμένων, αλλ. όνευος
3. φρ. «έλαιο ονίσκου» — μουρουνέλαιο
αρχ.
1. είδος εντόμου όμοιου με τη σκολόπενδρα ή τον πολύποδα, σαρανταποδαρούσα
2. είδος μοχλού, ανυψωτική μηχανή ή, κατ' άλλους, η λαβή του ανυψωτικού μοχλού
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὀνίσκος
τεκτονικὸς πρίων».