ονθυλεύω
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
Greek Monolingual
ὀνθυλεύω και μονθυλεύω (Α)
1. παρασκευάζω έδεσμα χρησιμοποιώντας ως γέμιση κομμένο κρέας, κιμά
2. παραγεμίζω κάτι
3. νοθεύω κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. φαίνεται ότι έχει παραχθεί από αμάρτυρο προσηγορικό ὀνθύλη ή ὄνθυλος με επίθημα -υλη / -υλος (πρβλ. κανθύλη, κορδύλη, κόνδυλος). Το αρκτ. μ- του μονθυλεύω οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση της συνώνυμης λ. ματτύη «φαγητό από κοπανισμένο κρέας»].