οπλοστάσιο
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
Greek Monolingual
το
1. στρ.
1. ο χώρος, η αποθήκη μέσα στην οποία φυλάσσονται τα φορητά όπλα μιας στρατιωτικής μονάδας, όπως είναι τα τυφέκια, τα οπλοπολυβόλα, τα πιστόλια, τα αντιαρματικά όπλα, τα ολμοβόλα κ.ά.
2. εργοστάσιο κατασκευής, συντήρησης και επισκευής όπλων
3. ναυτ. οπλοδόκη
4. το σύνολο τών όπλων και οπλικών συστημάτων χώρας ή συμμαχίας ή σύνολο κατηγορίας όπλων και οπλικών συστημάτων («τα πυρηνικά οπλοστάσια τών υπερδυνάμεων είναι τεράστια»)
5. μτφ. σύνολο μέσων ή επιχειρημάτων για την υποστήριξη μιας άποψης ή για την υλοποίηση ενός σκοπού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλο(ν) + -στάσιο(ν) (< -στάτης < ἵστημι), πρβλ. κλιμακο-στάσιο. Η λ., στον λόγιο τ. ὁπλοστάσιον, μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωίδη].