οπτασία

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀπτασία) οπτάζομαι
1. όραμα, θέα, θέαμα
2. μορφή που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του ύπνου κάποιου ή στη φαντασία του ή σε κατάσταση έκστασης
αρχ.
1. εμφάνιση, παρουσία
2. (κατά τον Ησύχ.) «θεωρία, φαντασία».