οργανίδιο
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
Greek Monolingual
το
1. μικρό όργανο
2. βιολ. α) κάθε εξειδικευμένη ενδοκυτταρική δομή που επιτελεί μια συγκεκριμένη λειτουργία
β) σχηματισμός τών μονοκύτταρων οργανισμών με λειτουργία ανάλογη ενός οργάνου τών πολυκύτταρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όργανο. Η λ., στον λόγιο τ. ὀργανίδιον, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].