ορεσίκοιτος
From LSJ
Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach
Greek Monolingual
ὀρεσίκοιτος, -ον, αρσ. και ὀρεσικοίτης (Α)
αυτός που κοιμάται στα όρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσι- (βλ. λ. όρος [II]) + -κοίτος / -κοίτης (< κοίτη), πρβλ. πετρόκοιτος, υληκοίτης].