ορτσάρω

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

1. οδηγώ ιστιοφόρο προς τη φορά του ανέμου («ορτσάρισε, ορτσάρισε, / τον κάβο καβαντζάρισε», δημ. τραγούδι)
2. (για ιστιοφόρο πλοίο) προσάγομαι προς την κοίτη του ανέμου («ορτσάρισε, μπρατσέρα μου, / να φέρεις τον αέρα μου», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. orzare].