οσμήρης

From LSJ

ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water

Source

Greek Monolingual

ὀσμήρης, -ῆρες (Α)
αυτός που αναδίδει οσμή, οσμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + κατάλ. -ήρης (πρβλ. κλινήρης)].