ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water
ὀσμήρης, -ῆρες (Α)αυτός που αναδίδει οσμή, οσμηρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + κατάλ. -ήρης (πρβλ. κλινήρης)].