οϊζύς
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
Greek Monolingual
ὀϊζύς και, αττ. τ., οἰζύς, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αθλιότητα, δυστυχία, ταλαιπωρία («παύσονται καμάτου καὶ ὀϊζύος», Ησίοδ.)
2. ως κύριο όν. Ὀϊζύς
όνομα μυθικής κόρης της Νυκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. οἴζω «θρηνώ, πενθώ» με εκφραστική κατάλ. -ύς (πρβλ. αχλύς, ισχύς)].