Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
Full diacritics: οἰάω | Medium diacritics: οἰάω | Low diacritics: οιάω | Capitals: ΟΙΑΩ |
Transliteration A: oiáō | Transliteration B: oiaō | Transliteration C: oiao | Beta Code: oi)a/w |
(οἶος) in part. οἰῶντα· μονάζοντα, Hsch.
οἰάω: μονάζω, ἐκ τοῦ οἶος = μόνος, Ἡσύχ. - ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 113.
οἰάω (Ι) [[[οίος]] (Ι)]
(κατά τον Ησύχ.) «οἶός εἰμί, μονάζω».