οἰδαίνω
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
A swell, φρένες οἰδαίνεσκον A.R.3.383; οἰδαίνουσα θάλασσα Arat.909; οἰδήναντος στομάχου Androm. ap. Gal.14.34, cf. Hsch.; σῶμα… ἐκ νηπιότητος εἰς ἥβην οἰδαῖνον Max.Tyr.16.5.
II οἰδαίνεσθαι· θυμοῦσθαι, καὶ τὰ ὅμοια, Hsch.
German (Pape)
[Seite 297] aufschwellen, d. i. machen, daß Etwas anschwillt, vgl. οἰδάνω. – Häufiger, wie im med., intr., anschwellen, Hesych. φλεγμαίνω, oft übertr., sowohl ἅτε οἱ οἰδαινόντων ἔτι τῶν πρηγμάτων, Her. 3, 127, vom unruhigen, noch nicht befestigten Staate (vgl. οἰδέω), als auch von Leidenschaften, bes. Zorn, wie tumere, Sp., wie Plut.; φρένες οἰδαίνεσκον, Ap. Rh. 3, 383.
Greek (Liddell-Scott)
οἰδαίνω: οἰδάνω, Ἡσύχ., ἐν τῷ παθητ. ἀνῴδηνα Κόϊντ. Σμυρν. 14. 470. ΙΙ. ἀμεταβ., = οἰδέω, φρένες οἰδαίνεσκον Ἀπολλ. Ρόδ. Γ΄. 383· οἰδαίνουσα θάλασσα Ἄρατ. 909.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. itér. οἰδαίνεσκον;
se gonfler.
Étymologie: οἶδος.