οἰνοποσία

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοποσία Medium diacritics: οἰνοποσία Low diacritics: οινοποσία Capitals: ΟΙΝΟΠΟΣΙΑ
Transliteration A: oinoposía Transliteration B: oinoposia Transliteration C: oinoposia Beta Code: oi)noposi/a

English (LSJ)

ἡ, drinking of wine, Hp.Acut.37, Arist.Pr.871a1 (in tit.); οἰνοποσίας ἀγωνία Ael.VH2.41, cf. CIG3028 (Ephesus), Supp.Epigr.4.598.9 (Teos, i B. C.).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de boire du vin.
Étymologie: οἶνος, πότος.

German (Pape)

ἡ, das Weintrinken, Hippocr. und Sp., wie Ael. V.H. 2.41; vgl. Lobeck Phryn. 522.

Russian (Dvoretsky)

οἰνοποσία:потребление вина Arst.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοποσία: ἡ, τὸ πίνειν οἶνον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389, Ἀριστ. Προβλ. 3. 1 (ἐν τῇ ἐπιγραφῇ)· οἰνοποσίας ἀγωνία Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 41, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3028. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 507.

Greek Monolingual

η (Α οἰνοποσία)
πόση οίνου
νεοελλ.
κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών, υπέρμετρη χρήση οίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνοπότης ή απευθείας < οἶνος + πόσις < πίνω)].