πάγγλωσσος
From LSJ
κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος → it is better to be envied than pitied | to be envied is a nobler fate than to be pitied (Pindar, Pythian 1.85)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle toutes les langues.
Étymologie: πᾶς, γλῶσσα.
Greek Monolingual
πάγγλωσσος, -ον (ΑΜ, Μ και πάγγλωττος, -ον)
αυτός που μιλά όλες τις γλώσσες («πάγλωσσον γένος», επιγρ.)
μσν.
(για τόπο) αυτός στον οποίο μιλιούνται όλες οι γλώσσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -γλωσσος (< γλώσσα), με αφομοιωτική τροπή του -ν- σε -γ-].
Greek Monotonic
πάγγλωσσος: ή -ττος, -ον, αυτός που μιλάει όλες τις γλώσσες.
Middle Liddell
πάγ-γλωσσος, ορ -ττος, ον,
speaking all tongues.