πέτριον
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
v. πετραῖον.
German (Pape)
[Seite 606] τό, ein Kraut, vielleicht = πετροσέλινον, Nic. frg. 5, 2, wo ι lang sein müßte, ist πετραίου zu lesen.
Greek (Liddell-Scott)
πέτριον: τό, βοτάνη, ἴσως τὸ πετροσέλινον, Νικ. Ἀποσπ. 5. 2, ἔνθα ὁ Schneid. ἀναγινώσκει πετραῖον χάριν τοῦ μέτρου.