πίρος
From LSJ
Greek Monolingual
(I)
και πείρος, ο, Ν
1. ξύλινος ή μεταλλικός γόμφος
2. το βλήτρο, κν. μπουλόνι, που χρησιμεύει ως άξονας τροχαλίας ή πολύσπαστου
3. πώμα ή στρόφιγγα ξύλινου βαρελιού
4. ξύλινο βύσμα που κλείνει ερμητικά την οπή που βρίσκεται στο δάπεδο μιας βάρκας
5. φρ. «κρασί από τον πίρο» — κρασί απευθείας από το βαρέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. <ιταλ. piro].
(II)
και πύρος, ο, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ροδίδες και περιλαμβάνει 15-20 είδη θάμνων ή δέντρων με απλά, ακέραια ή έλλοβα φύλλα, με άνθη που φύονται μεμονωμένα ή σε ταξιανθίες κορύμβους και με καρπό πεντάχωρη ράγα.