Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
Full diacritics: παλίμπνοιος | Medium diacritics: παλίμπνοιος | Low diacritics: παλίμπνοιος | Capitals: ΠΑΛΙΜΠΝΟΙΟΣ |
Transliteration A: palímpnoios | Transliteration B: palimpnoios | Transliteration C: palimpnoios | Beta Code: pali/mpnoios |
η, ον, poet. as παλίμπνοος, eddying, δῖναι cj. in Oppian. H. 1.771.
παλίμπνοιος, -οίη, -ον (Α)
αυτός που σχηματίζει δίνη, που περιστρέφεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πνοιή / πνοιά (< πνέω), πρβλ. δίπνοιος].