παμμελής

From LSJ

πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμμελής Medium diacritics: παμμελής Low diacritics: παμμελής Capitals: ΠΑΜΜΕΛΗΣ
Transliteration A: pammelḗs Transliteration B: pammelēs Transliteration C: pammelis Beta Code: pammelh/s

English (LSJ)

παμμελές,
A in all kinds of melodies, ὕμνοι LXX 3 Ma.7.16.
II with all the limbs, entire, ἱερεῖα Poll.1.29.

German (Pape)

[Seite 453] ές, in allerlei Melodieen, Sp.; – mit ganzen Gliedern, ἱερεῖα, Poll. 1, 29.

Greek (Liddell-Scott)

παμμελής: -ές, ὁ λίαν μελῳδικός, ὕμνοι Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Ζ΄, 16). -Καθ’ Ἡσύχ.: «παμμελέσι· ἐμμελέσι, γλυκεροῖς»· ΙΙ. ὁ ἔχων ἀκέραια πάντα τὰ μέλη, ὁλόκληρος, ἱερεῖα Πολυδ. Α΄, 29.

Greek Monolingual

παμμελής, -ές (Α)
1. μελωδικότατος («ἐν αἴνοις καὶ παμμελέσιν ὕμνοις εὐχαριστοῦντες τῷ θεῷ», ΠΔ)
2. αυτός που έχει ακέραια όλα τα μέλη του, αρτιμελής, ακέραιος («παμμελῆ ἱερεῖα», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -μελής (< μέλος)].