Greek (Liddell-Scott)
παπᾶς: ᾶ, ὁ, πατήρ, Κορνοῦτ. 143. 2) ἐπώνυμον πρεσβυτέρου, ὡς καὶ νῦν, Σύνοδ. Χάλκ. 1009Β, Μαλ. 361, 8., 862, 5, Στέφ. Διάκ. 1148C, κλ. - Κατὰ τὸν Γ. Ν. Χατζιδάκιν (ἐν Ἀθηνᾶς τ. Η΄, σ. 119 σημ. 2) «ἡ συνήθης γραφὴ παπᾶς ἀντὶ τοῦ παππᾶς δὲν εἶναι ὀρθή».