παράορος
From LSJ
Μέλλοντα ταῦτα. Τῶν προκειμένων τι χρὴ πράσσειν· μέλει γὰρ τῶνδ' ὅτοισι χρὴ μέλειν → Tomorrow is tomorrow. Future cares have future cures, and we must mind today.
English (LSJ)
v. παρήορος. παραός· ἀετός (Maced.), Hsch.
French (Bailly abrégé)
dor. c. παρήορος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράορος Dor. voor παρήορος.
Russian (Dvoretsky)
παράορος: дор. = παρήορος I.
Greek (Liddell-Scott)
παράορος: ἴδε ἐν λ. παρήορος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράορος· σειραφόρος».
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. παρήορος.
Greek Monotonic
παράορος: Δωρ. αντί παρ-ήορος.