παρήκοος

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

German (Pape)

[Seite 520] daneben, falsch hörend, ungehorsam, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρήκοος: -ον, ὁ κακῶς ἢ ἐσφαλμένως ἀκούων, παρανοῶν ἢ ὁ ἀμελῶς ἀκούων, Εὐστ. Πονημάτ. 106. 70. ΙΙ. ὁ μὴ ὑπακούων, ἀπειθής, Κλήμ. Ἀποστολ. Διαταγ. σελ. 146. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 279.

Greek Monolingual

-η, -ο / παρήκοος, -ον, ΝΜ
ανυπάκουος, απειθής
μσν.
αυτός που ακούει κάτι εσφαλμένα, που παρανοεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ήκοος (< ἀκούω), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. υπήκοος)].