παραβγάζω

From LSJ

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202

Greek Monolingual

1. εξάγω, βγάζω έξω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει («παράβγαλες το καρφί και δεν κρατάει τίποτα»)
2. παράγω περισσότερο από το συνηθισμένο και προσδοκώμενο («το χωράφι παράβγαλε σιτάρι εφέτος»)
3. μτφ. συνοδεύω κάποιον για λίγο κατά την αναχώρηση του από κάπου, κατευοδώνω, προπέμπω.