παραβόλιον
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
τό, in later Gr.,
A = παράβολον (v. παράβολος III. 1), IGRom.4.1211 (Thyatira, i B. C.), Poll.8.63, Phryn.214; π. θείς Astramps. Orac.69p.6H.
II payment on account, PSI4.324.2, 325.4 (iii B. C.).
III = sacramentum, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 473] τό, spätere Form für παράβολον, von Phryn. 238 verworfen.
Greek (Liddell-Scott)
παραβόλιον: τό, ἴδε παράβολος ΙΙΙ.
Greek Monolingual
τὸ, Α παράβολον
1. το παράβολο
2. πληρωμή έναντι λογαριασμού
3. το επιτίμιο.