παραβύω
English (LSJ)
A stuff in, insert, δάκτυλον Hp.Superf.5; ῥῆμα Luc. Lex.24, cf. Pisc.22; π. ἐς τὴν πλευρὰν τὸν ἀκινάκην Id.Tox.58:—Med., Id.DMeretr.12.1, AP11.210 (Lucill.):—Pass., Luc.Deor.Conc. 10.
II stop up, τὰ ὦτα S.E.P.1.50. [ῡ in APl.c.]
German (Pape)
[Seite 473] (s. βύω), daneben od. an der Seite hineinstopfen, einschieben; Luc. Pisc. 20, öfter; auch ἀκινάκην ἐς τὴν πλευράν, Tox. 58; a. Sp., auch verstopfen, die Ohren, παραβύσαντες τὰ ὦτα, S. Emp. pyrrh. 1, 50; παραβύεται δάφνην, Lucill. 114 (XI, 210), wo υ lang ist; das med. auch Luc. D. Mer. 6, 3.
French (Bailly abrégé)
bourrer, enfoncer.
Étymologie: παρά, βύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-βύω stoppen in, verstoppen:; παραβυσθέντα ἐς τὸν οὐρανόν de hemel binnengesmokkeld Luc. 52.10; overdr.: π. ἐς τὴν πλευρὰν τὴν ἀκινάκην het zwaard diep in de zij steken Luc. 57.58.
Russian (Dvoretsky)
παραβύω:
1 втыкать, вонзать (τὸν ἀκινάκην ἐς τὴν πλευράν Luc.);
2 затыкать (τὰ ὦτα Luc.).
Greek Monolingual
Α
παρεμβάλλω, παραγεμίζω
2. μπήγω
3. φράζω («παραβύειν τὰ ὦτα», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + βύω «κλείνω, αποφράσσω»].
Greek Monotonic
παραβύω: μέλ. -βύσω, παραγεμίζω, φράζω, παρεισάγω, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
παραβύω: παραγεμίζω, παρεισάγω, παρεμβάλω, χώννω, Λουκ. Λεξιφ. 24, Ἁλ. 22· π. ἐς τὴν πλευρὰν τὸν ἀκινάκην ὁ αὐτ. ἐν Τοξ. 58· παραβυόμενος εἰς τὴν ἀκοὴν ὁ αὐτ. ἐν Εἰκόσι 13· - Μέσ., ὁ αὐτ. ἐν Ἐταιρ. Διαλ. 12. 2, Ἀνθ. Π. 11. 210. ΙΙ. φράττω, στουπώνω, τὰ ὦτα Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 50. [ῡ ἐν Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ.].