παραγεμίζω

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek Monolingual

παραγεμίζω και παραγιομίζω
1. γεμίζω κάτι πάρα πολύ, υπερπληρώ («παραγέμισες τη βαλίτσα»)
2. προσθέτω στο κυρίως φαγητό διάφορα υλικά ή αρτύματα, βάζω τη γέμισηπαραγεμίζω τα κολοκυθάκια»)
3. μτφ. (σχετικά με λόγο, ομιλία ή γραπτό κείμενο) παρενθέτω διάφορα στοιχεία, όπως λ.χ. φράσεις, παραπομπές, ρητά, πλεοναστικώς, προσθέτω περιττά στοιχεία
4. υπερπληρούμαι, ξεχειλίζω («παραγέμισε η στέρνα»).