παραγεμίζω
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
Greek Monolingual
παραγεμίζω και παραγιομίζω
1. γεμίζω κάτι πάρα πολύ, υπερπληρώ («παραγέμισες τη βαλίτσα»)
2. προσθέτω στο κυρίως φαγητό διάφορα υλικά ή αρτύματα, βάζω τη γέμιση («παραγεμίζω τα κολοκυθάκια»)
3. μτφ. (σχετικά με λόγο, ομιλία ή γραπτό κείμενο) παρενθέτω διάφορα στοιχεία, όπως λ.χ. φράσεις, παραπομπές, ρητά, πλεοναστικώς, προσθέτω περιττά στοιχεία
4. υπερπληρούμαι, ξεχειλίζω («παραγέμισε η στέρνα»).