παραδραμεῖν
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
v. παρατρέχω.
German (Pape)
[Seite 477] inf. aor. II. zu παρατρέχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραδραμεῖν inf. aor. act. van παρατρέχω.
Russian (Dvoretsky)
παραδρᾰμεῖν: inf. aor. 2 к παρατρέχω.
Greek (Liddell-Scott)
παραδρᾰμεῖν: ἴδε τὸ ῥῆμα παρατρέχω.
Greek Monotonic
παραδρᾰμεῖν: αόρ. βʹ του παρατρέχω.