παραπέφτω

Greek Monolingual

1. πέφτω παράμερα από αμέλεια ή από απροσεξία («παράπεσε κάπου ο λογαριασμός και δεν τον πλήρωσα»)
2. παραπαίω, τρικλίζω («παραπέφτει απ' την αδυναμία»).