1. πέφτω παράμερα από αμέλεια ή από απροσεξία («παράπεσε κάπου ο λογαριασμός και δεν τον πλήρωσα»)2. παραπαίω, τρικλίζω («παραπέφτει απ' την αδυναμία»).