παραφρονώ
From LSJ
Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt
Greek Monolingual
παραφρονῶ, παραφρονέω και μτγν. ποιητ. τ. παραιφρονῶ, ΝΜΑ
τρελαίνομαι, είμαι ή γίνομαι παράφρονας, τρελός
αρχ.
κατέχομαι από παραλήρημα, παραληρώ.