παραφυσάω
From LSJ
γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
English (LSJ)
blow upon: metaph., excite, Aesop.94.
German (Pape)
[Seite 507] anblasen, anfachen, Sp.
French (Bailly abrégé)
παραφυσῶ :
enfler secrètement.
Étymologie: παρά, φυσάω.
Greek (Liddell-Scott)
παραφῡσάω: φυσῶν παρεκτρέπω τῆς ὁδοῦ, Κλήμ. Ἀλ. 108. ΙΙ. παροξύνω, ἐξεγείρω, Αἴσωπ. 348, ἔκδ. de Furia. παράφῠσις, ἡ, = παραφυάς, Ι, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 2, 5. 2) ἐπὶ τῶν πλαγίων ἀποφύσεων τῶν σπονδύλων, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810. 3) ἐπὶ ἀμβλώσεως κνήματος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 43 καὶ 45.
Russian (Dvoretsky)
παραφῡσάω: раздувать, возбуждать Aesop.