ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
παραφωνῶ, -έω, ΝΜΑ παράφωνος
νεοελλ.
τραγουδώ, ψάλλω ή μιλώ παράφωνα, με παραφωνία, φάλτσα
αρχ.
1. αναφωνώ κάτι διακόπτοντας κάποιον που μιλάει
2. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) παρατρύζω.