παρουσιάσιμος

From LSJ

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
κατάλληλος ή άξιος να παρουσιαστεί μπροστά σε άλλους, εμφανίσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρουσίαση. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].