πασπατεύω

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

Greek Monolingual

και πασπατεύγω
1. ψάχνω με την αφή, ψηλαφώ, ψαχουλεύω
2. αγγίζω κάτι απαλά με τα δάχτυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πασπαλεύω < πασπάλη (πρβλ. ζητώ: ζήτουλας: ζητουλεύω)].