πατρογένειος

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρογένειος Medium diacritics: πατρογένειος Low diacritics: πατρογένειος Capitals: ΠΑΤΡΟΓΕΝΕΙΟΣ
Transliteration A: patrogéneios Transliteration B: patrogeneios Transliteration C: patrogeneios Beta Code: patroge/neios

English (LSJ)

ὁ, epithet of Poseidon, ancestral, Plu. 2.73 oe (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 536] ὁ, Beiwort des Poseidon, Plut. Symp. 8, 8, 4, =

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
né dans le pays, indigène.
Étymologie: πατήρ, γένος.

Russian (Dvoretsky)

πατρογένειος: Plut. = πατρογενής.

Greek (Liddell-Scott)

πατρογένειος: ὁ, ἐπίθετον τοῦ Ποσειδῶνος, προγονικός, Πλούτ. 2. 730Ε.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επίθ. του Ποσειδώνος), προγονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -γένειος (< γένος), πρβλ. συγγένειος].