Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πεκτήρ

From LSJ

Ὑφ' ἡδονῆς ὁ φρόνιμος οὐχ ἁλίσκεται → Sapiens non capitur deliciarum retibus → Der Weise wird nicht von der Lust gefangen gesetzt

Menander, Monostichoi, 518
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεκτήρ Medium diacritics: πεκτήρ Low diacritics: πεκτήρ Capitals: ΠΕΚΤΗΡ
Transliteration A: pektḗr Transliteration B: pektēr Transliteration C: pektir Beta Code: pekth/r

English (LSJ)

πεκτῆρος, ὁ, shearer, Suid.; cf. ποκτήρ.

German (Pape)

[Seite 547] ὁ, der die Wolle Abscheerende, Suid.

Greek Monolingual

και ποκτήρ, -ῆρος, ὁ, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ τὸ δέρμα τίλλων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέκω «κτενίζω, ξαίνω» + επίθημα -τήρ (πρβλ. μυκτήρ). Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται τ. pekitira = πέκτρια. Ο παράλληλος τ. ποκτήρ κατ' επίδραση του πόκος.