περιέλιξη

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465

Greek Monolingual

η / περιέλιξις, -ίξεως, ΝΜΑ περιελίσσω
περιτύλιξη, τύλιγμα γύρω από κάτι
νεοελλ.
1. (ηλεκτρολ.) χαρακτηρισμός του τρόπου με τον οποίο ένας αγωγός περιτυλίσσεται για τη διαμόρφωση σπείρας
2. ναυτ. η εργασία κατά την οποία χοντρό σχοινί τυλίγεται με σύστροφο σε κανονικές και πυκνές στροφές
αρχ.
(για επιδέσμους) η τοποθέτηση με πολλές στροφές.