περιαρτηρίτιδα

From LSJ

πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ.
1. φλεγμονώδης αντίδραση του έξω χιτώνα τών αρτηριών και του ιστού που τίς περιβάλλει
2. φρ. «οζώδης περιαρτηρίτιδα» — βαριά μορφή διάσπαρτης νεκρωτικής αρτηρίτιδας η οποία προσβάλλει πολλά όργανα και ιδίως τους νεφρούς, τους μυς και το νευρικό σύστημα, προκαλώντας μεγάλη αλλοίωση της γενικής κατάστασης του ασθενούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. periarteritis < περι- + αρτηρία].