περικυλίω
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
later for περικυλινδέω.
French (Bailly abrégé)
1 faire rouler autour ; Pass. rouler;
2 faire rouler en arrière, avec εἰς et l'acc..
Étymologie: περί, κυλίω.
Greek Monolingual
Α κυλίω
1. περικυλινδώ
2. εμπλέκομαι, περιπλέκομαι, αναμιγνύομαι.
Russian (Dvoretsky)
περικῠλίω:
1 обкатывать, катать, валять (τοῖν ποδοῖν τι Arph.);
2 валить (τι εἴς τι Diod.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-κυλίω doen ronddraaien.