περισπουδάζω

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισπουδάζω Medium diacritics: περισπουδάζω Low diacritics: περισπουδάζω Capitals: ΠΕΡΙΣΠΟΥΔΑΖΩ
Transliteration A: perispoudázō Transliteration B: perispoudazō Transliteration C: perispoudazo Beta Code: perispouda/zw

English (LSJ)

to be very eager, Sm.Ps.67(68).17.

Greek (Liddell-Scott)

περισπουδάζω: εἶμαι λίαν πρόθυμος, ― Σύμμ. ἐν Ψαλμοῖς ΞΖ΄, 16.

Greek Monolingual

Α
ασχολούμαι με σπουδή, με ζήλο με κάτι, εκτελώ κάτι με ζήλο, είμαι πολύ πρόθυμος για κάτι.