περισσόνους

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source

Greek Monolingual

-ουν, Α
αυτός που έχει εξαιρετική διάνοια, μεγάλη αντίληψη, έξοχο νου («περισσόνους κούρη» Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -νους / -νοος (< νόος / νοῦς), πρβλ. βραδύνους].

German (Pape)

zusammengezogen aus περισσόνοος.