περιτειχισμός
From LSJ
Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen
English (LSJ)
ὁ, = περιτείχισις, Th.4.131,6.88.
German (Pape)
[Seite 596] ὁ, = περιτείχισις; Thuc. 8, 25. 7, 11; Plut. Nic. 19.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. περιτείχισις.
Étymologie: περιτειχίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιτειχισμός -οῦ, ὁ [περιτειχίζω] belegering.
Russian (Dvoretsky)
περιτειχισμός: ὁ Thuc. = περιτείχισις.
Greek Monolingual
ὁ, Α περιτειχίζω
το περιτείχισμα.
Greek Monotonic
περιτειχισμός: ὁ, = περιτείχισις, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
περιτειχισμός: ὁ, = περιτείχισις, Θουκ. 4. 131., 6. 88.
Middle Liddell
περιτειχισμός, οῦ, ὁ, = περιτείχισις, Thuc.]
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
circummunitio, encircling fortification, 4.131.2, 6.88.6, 7.11.3, 8.25.5.