περιφλίω

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφλίω Medium diacritics: περιφλίω Low diacritics: περιφλίω Capitals: ΠΕΡΙΦΛΙΩ
Transliteration A: periphlíō Transliteration B: periphliō Transliteration C: periflio Beta Code: perifli/w

English (LSJ)

[ῐ], to be almost bursting with, ἀλοιφῇ Nic.Al.62 (v.l. περιφλῐδόωντος from περιφλιδάω).

Greek Monolingual

Α
είμαι υπερπλήρης, φουσκωμένος με κάτι («περιφλίοντες ἀλοιφῇ» — που πάνε να σκάσουν από το λίπος, Νίκ. Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + φλίω «είμαι φουσκωμένος, γεμάτος» (που μαρτυρείται μόνο στον τ. της μτχ. περιφλίοντος), βλ. λ. φλίω.