πετάζω
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
v. πετάννυμι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 604] = πετάννυμι, scheint ein ganz ungebr., nur von Gramm. zu dem fut. πετάσω gemachtes praes. zu sein.
Greek (Liddell-Scott)
πετάζω: πετάννυμι· καὶ πέτακνον, = πέταχνον, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
πετώ, μετακινούμαι από τόπο σε τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του πετάννυμι, κατά τα ρ. σε -ζω].