Φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Fear old age, for it never comes alone
Ν1. κόβω σε μικρά κομμάτια σαν πετσί2. κατασφάζω, φονεύω με αγριότητα3. μτφ. κάνω σημαντικές περικοπές σε κείμενα, κινηματογραφικές ταινίες, μισθούς και αποδοχές με αδέξιο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πετσί + κόβω].