πετσοκόβω

From LSJ

Greek Monolingual

Ν
1. κόβω σε μικρά κομμάτια σαν πετσί
2. κατασφάζω, φονεύω με αγριότητα
3. μτφ. κάνω σημαντικές περικοπές σε κείμενα, κινηματογραφικές ταινίες, μισθούς και αποδοχές με αδέξιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πετσί + κόβω].