πηρόδετος

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηρόδετος Medium diacritics: πηρόδετος Low diacritics: πηρόδετος Capitals: ΠΗΡΟΔΕΤΟΣ
Transliteration A: pēródetos Transliteration B: pērodetos Transliteration C: pirodetos Beta Code: phro/detos

English (LSJ)

πηρόδετον, binding a wallet, ἱμάς AP9.150 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 611] den Ränzel bindend oder an den Ränzel gebunden, ἱμάς, Antp. Sid. 96 (IX, 150).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sert à attacher la besace.
Étymologie: πήρα, δέω¹.

Russian (Dvoretsky)

πηρόδετος: служащий для подвязывания или перевязывания сумы (ἱμάς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πηρόδετος: -ον, δι’ οὗ δένεται πήρα, ἱμὰς Ἀνθ. Π. 9. 150.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ιμάντα, λουρί) αυτός με τον οποίο δένεται η πήραπηρόδετος ἱμάς», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πήρα «δερμάτινος σάκος» + -δετος (< δέω / δῶ «δένω»), πρβλ. μολυβδόδετος, παγόδετος].

Greek Monotonic

πηρόδετος: -ον, αυτός που περιδενει ένα σάκο, σε Ανθ.

Middle Liddell

πηρό-δετος, ον,
binding a wallet, Anth.