πλακόστρωτο

From LSJ

ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπωςlive in a manner above reproach and without offence to others

Source

Greek Monolingual

το, Ν
δάπεδο, επιφάνεια στρωμένη με πλάκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. πλακόστρωτος].