πλησιέστερος
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
v. πλησίος fin.
German (Pape)
[Seite 635] πλησιέστατος, = πλησιαίτερος, πλησιαίτατος, s πλησίος.
Greek (Liddell-Scott)
πλησιέστερος: -έστατος, ἴδε πλησίος ἐν τέλει.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλησιέστερος comp. van πλησίος.