πνευματούχος

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source

Greek Monolingual

ον, Ν
αυτός που περιέχει οινόπνευμα, οινοπνευματούχος, αλκοολούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμα, -ατος + -ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο Κων/πόλεως].