ποδόρρωρος

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδόρρωρος Medium diacritics: ποδόρρωρος Low diacritics: ποδόρρωρος Capitals: ΠΟΔΟΡΡΩΡΟΣ
Transliteration A: podórrōros Transliteration B: podorrōros Transliteration C: podorroros Beta Code: podo/rrwros

English (LSJ)

η, ον, (ῥωρός) swift-footed, Call.Dian.215 (v.l. ποδορρώην).

Greek Monolingual

-ον, Α
το θηλ. ποδορρώρη
διόρθωση του ποδορρώη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ῥωρός «σφοδρός» (< ῥώννυμι «είμαι ισχυρός»)].