πολεμήιος

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382

Greek (Liddell-Scott)

πολεμήιος: -ον, Ἰων. ἐπίθ. (διότι δὲν ὑπάρχει Ἀττ. τύπος εἰς -ειος), φιλοπόλεμος, πολεμικός, συχν. παρ’ Ὁμ. (μάλιστα ἐν Ἰλ.)· πολεμήια ἔργα Ἰλ. Β. 338, κτλ.· ὡσαύτως, π. τεύχεα Ἰλ. Η. 193, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 238· πολεμήια = τὰ πολέμια, Ἡρόδ. 5. 111.

English (Autenrieth)

of or pertaining to war or battle, warlike.

Greek Monotonic

πολεμήιος: -ον, Ιων. επίθ. (διότι δεν υπάρχει Αττ. τύπος σε -ειος), φιλοπόλεμος, πολεμήϊα ἔργα, σε Ομήρ. Ιλ.· τεύχεα, στον ίδ.· πολεμήϊα = πολέμια, τά, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

πολεμήιος, ον, [ionic adj.,for no Attic form in -ειος exists]
warlike, πολεμήια ἔργα Il.; τεύχεα Il.; πολεμήια= πολέμια, ων, τά, Hdt.